- εδωδιμοπώλης
- ο бакалейщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εδωδιμοπώλης — ο παντοπώλης, μπακάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Παν. Ι. Χαλικιόπουλο] … Dictionary of Greek
εδωδιμοπώλης — ο ο ιδιοκτήτης ή υπάλληλος εδωδιμοπωλείου (βλ. λ.), παντοπώλης, μπακάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek